- καβουρντιστήρι
- και καβουρδιστήρι, το1. σκεύος με το οποίο καβουρντίζεται ο καφές, το κριθάρι κ.λπ.2. συσκευή ή μηχάνημα που δεν λειτουργεί καλά ή είναι παλαιού τύπου («αυτό το ρολόι είναι καβουρντιστήρι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζωο τ. καβουρδιστήρι οφείλεται σε «υπεραστισμό» (βλ. λ. βόμβα)].
Dictionary of Greek. 2013.